- έγχαλκος
- ἔγχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγχαλκος — in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχαλκον — ἔγχαλκος in masc/fem acc sg ἔγχαλκος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχαλκα — ἔγχαλκος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek